τίποτα
περισσότερο απ’ ό,τι ήξερα δεν επιβεβαιώθηκε κι όμως έλπιζα να έχω πέσει έξω κι
ήταν αυτή η επιβεβαίωση που μ’ έκανε να σβήσω το τσιγάρο στην παλάμη έτσι ώστε
ο οξύς πόνος το τσούξιμο μετά να τραβήξει λίγο μυελό προς την αντίθετη
κατεύθυνση της τρέλας μέγγενη που σφίγγει το κεφάλι μου κι αν άδειο δεν το λες
δεν το λες ούτε γεμάτο κι έτσι εύθραυστο παρακμιακό κι αντιλαλόν να μην
καταφύγει πάλι σε όσα δίνουν άλλοθι στις μαχαιριές που έσκισαν ρούχα σάρκα
βολβούς ματιών γλώσσα που ήταν άρρωστη η μικρή μου κι εγώ έβριζα κι εμένα κι εκείνη και τους φίλους του φίλου και του φύλου της γιατί είχα υποσχεθεί στον
εαυτό μου πρώτα πως την επόμενη φορά που θα θελήσω να τη σκοτώσω θα έχω τα
χέρια στις τσέπες και τα μάτια κλειστά να προσκαλώ όσα ονειρεύτηκα να έρθουν
ξανά για λίγο να με γλυκάνουν έστω κι ως ανάμνηση ενός μορσικού πριν
αλλά μία
των ημερών δε θα περιμένω τη νύχτα θα σκοτεινιάσω μόνος μου τον κόσμο θα ενώσω
τελείες και παύλες σε μια γραμμή αδιασάλευτη που ζήτημα να κρατάει κάνα δυο
μήνες στην τελική μορφή της θα την κάνω θηλιά και θα μείνω επί τα αυτά με τη ματιά σ’ έναν ορίζοντα από μια
λοφογραμμή μια ίσαλο μερικούς αχινούς κάνα δυο μαλάκες ένα δαχτυλίδι κι το πρεζόνι με τον πριαπισμό και το λάγνο πονεμένο ύφος να φέρνω δερβίσικες στροφές μέχρι να ζαλιστώ
κι είτε να πέσω εγώ ή το τοπίο να εξαϋλωθεί στον επιταχυντή μικροσυγκινήσεων
χιλίων αρνήσεων και μιας μαύρης τρύπας προς το γκρι
πατώ το rec στο κασετόφωνο κι απαγγέλλω βιεμ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου