παίζει
Χιώτης, πριν βγει η τελευταία πρίζα, πριν κατεβάσω το γενικό. απόψυξα το ψυγείο,
έκανα πυρόλυση στο φούρνο. σκούπισα, σφουγγάρισα. άπλωσα σεντόνια στον καναπέ
και την τραπεζαρία. βάζω κουκούλα, μια μαξιλαροθήκη, στον καθρέφτη. τέρμα τα
είδωλα και τα εδώλια-αυτά κυρίως. χρόνια απολογίας. αρκούν. ξαπλώνω στο πάτωμα.
καπνίζω. το ταβάνι ήθελε βάψιμο, δε βαριέσαι. τα φώτα των αυτοκινήτων
διαθλώνται στις γρίλιες προβάλλοντας σκηνές απ’ τα προηγούμενα και τα προσεχώς,
ανάμεικτες, στο κιτρινισμένο εκράν. ζαλίζομαι. με παίρνει ο ύπνος. [κάτι
μπερδεμένα όνειρα, ούτε που θυμάμαι]. ξυπνώ. δίπλα στην πόρτα δυο σάκοι, ο ένας
με μια αλλαξιά ο άλλος τα τελευταία σκουπίδια. κλείνω και βγαίνω στον δρόμο.
πετάω τον ένα σάκο στον κάδο, καταπίνω το κλειδί και με τα σκουπίδια μου παραμάσχαλα βηματίζω. νότια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου