δέχτηκα τον παρά για τη ζωή που
θα την κάλμαρε
ξέφτισα τις ίνες μπροστά της να
δει πως
τίποτα πια κρυφό δεν υπάρχει στο
κελάρι
μόνο βαρέλια από δρυ πεταμένα εδώ
κι εκεί
σουβενίρ μιας εποχής που άκμαζε η
οινοποιία
#
δε τελειώνει ποτέ η παράνοια αυτό
κατάλαβα
με μια χιλιάδα μάτια να την
κοιτούν φτιαγμένη
να καθρεφτίζεται στις κόρες και
τις ψίχες
αγοράζοντας αιτίες με λίγα χάρτινα
χιλιάρικα
να στέκεται στη μέση του καρουζέλ
σνομπάροντας τις τροχιές των
πλανητών
το γάλα που χύθηκε θαρρείς στο
πέρασμά της
και τους διαπρυσίους κόκκους
άμμου
\πολύ κακό για το μηδέν\
#
Δραπετεύω εντός κλείνοντας πίσω
την πόρτα
ο παράδεισος δεν μ’ αφορά
\βαριέμαι \και
την κόλασή μου θα τη διακοσμήσω
με τα γράμματα και τις μπογιές μου
στο τζούκμποξ θα έχει δισκάκια
του Τσιτσάνη του Χιώτη του
Μητσάκη
και στο ράφι έξι βιβλία όλα κι
όλα μαζί με
μερικές εκτυπώσεις ανέκδοτων
εξομολογήσεων
δίπλα στο χαμένο ζευγάρι γυαλιών
ηλίου
Τη σούπα μου θα βράζει φωτιά
καίουσα τα τσιπς τις μνήμες και τη σανίδα
της μάνας μου που μ’ έδερνε μικρό