Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Ο\9


δέχτηκα τον παρά για τη ζωή που θα την κάλμαρε
ξέφτισα τις ίνες μπροστά της να δει πως
τίποτα πια κρυφό δεν υπάρχει στο κελάρι
μόνο βαρέλια από δρυ πεταμένα εδώ κι εκεί
σουβενίρ μιας εποχής που άκμαζε η οινοποιία
#
δε τελειώνει ποτέ η παράνοια αυτό κατάλαβα
με μια χιλιάδα μάτια να την κοιτούν φτιαγμένη
να καθρεφτίζεται στις κόρες και τις ψίχες
αγοράζοντας αιτίες με λίγα χάρτινα χιλιάρικα
να στέκεται στη μέση του καρουζέλ
σνομπάροντας τις τροχιές των πλανητών
το γάλα που χύθηκε θαρρείς στο πέρασμά της
και τους διαπρυσίους κόκκους άμμου
\πολύ κακό για το μηδέν\
#
Δραπετεύω εντός κλείνοντας πίσω την πόρτα
ο παράδεισος δεν μ’ αφορά \βαριέμαι \και
την κόλασή μου θα τη διακοσμήσω
με τα γράμματα και τις μπογιές μου
στο τζούκμποξ θα έχει δισκάκια
του Τσιτσάνη του Χιώτη του Μητσάκη
και στο ράφι έξι βιβλία όλα κι όλα μαζί με
μερικές εκτυπώσεις ανέκδοτων εξομολογήσεων
δίπλα στο χαμένο ζευγάρι γυαλιών ηλίου
Τη σούπα μου θα βράζει φωτιά
καίουσα  τα τσιπς τις μνήμες και τη σανίδα
της μάνας μου που μ’ έδερνε μικρό

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

cmyk


c
μια σταγόνα γράφει μπλε
τη διαδρομή ουρανίσκος στομάχι
και μετά λύτρωση στην αναισθησία
σα να μην υπήρξες ποτέ ένας
-
στο μητρώο μια γραμμή
στον τρόπο που γυρνούσες το κεφάλι
ή έκανες ένα βήμα μπροστά

m
η καρδιά
λίγο πιο κει απ’ το κόκκινο
όσο να δικαιολογείται  
έκδοση πιστοποιητικού

y
του απονενοημένου
προηγήθηκε ο Βίνσεντ
στα σταχοχώραφά
τις έναστρες νύχτες του
 αυτές τις καριόλες

k
σσσς....
__________________________________________
 

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

μεταβίβαση


μετά \ απρόσεκτα \ στην καλύτερη περίπτωση \
άρχισες να με αγνοείς πάλι \ να στέλνεις
υποσυνείδητα μηνύματα \\ λες και δεν ξέρω
τα γράμματά σου \\ εκεί που χτυπάει η καρδιά

πόσες φορές να παραιτηθώ μπροστά του;
δεν αντέχω άλλο \ αλλά δεν έχει έλεος για μένα

βιάστηκες \ δεν απάντησες καν στην επιθυμία \
έπρεπε να φύγει το περιστέρι προς το οικείο\
έπρεπε ανήμερα του όχι \ να αποθέσεις στέφανον
στο ηρώο ενός ναι \ ενός δηλητηριώδους ναι


κάπως έτσι μεταβιβάστηκε ο εφιάλτης
της νύχτας σου \ στην τραγωδία της μέρας μου



Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Ο\8


έφαγα κι έφυγα έγινα Φαγιούμ στην πινακοθήκη που μπαίνεις απ’ την
κλειδαρότρυπα και δε βγαίνεις ποτέ μένοντας να κοιτάς όποιον για
την τελευταία φορά που ασχολήθηκε η μοίρα μαζί σου έλαχε να ‘χεις
απέναντι

τώρα μ’ αυτόν τον ξένο θ’ ανταλλάζουμε βλέμματα εσαεί κι ούτε λέξη
δε θα πούμε όχι τόσο γιατί δε θα μπορούμε αλλά επειδή ούτε θεός ούτε
άγιος ούτε ο διάβολος ο ίδιος δεν ανέχεται τον θόρυβο απ’ τα έργα μας
που άφηναν λεκέδες χρόνια τώρα στην αειπάρθενο σινδόνη που προστατεύει
τους μάστορες απ’ την αδιακρισία του κόσμου

η επιφάνεια επιτέλους η θεία επιφάνεια στεγνή αφορίζει το βάθος στην
εξορία σε μια αλλοδαπή χωρίς ταχυδρόμους και πουλιά χωρίς σύρματα
κι ασύρματα δίχτυα χωρίς μπουκάλια χαρτιά και θάλασσα εκεί που τα
πλέγματα με πρόσημο ενεά περιφέρονται φαντάσματα πΛαγίως με το
συρφετό των ιδεών και της ανταλλαγής σιέλου παντί τρόπω εις το όνομα
του αγίου υποκείμενου στας διατάξεις κτλ κτλ.

το τίποτα είναι η υπέρτατη ελευθερία μου μετά το τίποτα ξαναρχίζει
ο κύκλος με τις μάταιες παρακλήσεις τις μυωπικές νυχτοπεταλούδες
τις πουτάνες και τους νταβατζήδες που ζητούν σάρκα για σάρκα…
στο όριο του τίποτα με το κοπίδι της δουλειάς διαρρηγνύω τον κύκλο μου

και τώρα ας σβήσει κάποιος το φως
ας μ’ απαλλάξει κάποιος κι απ’ την εικόνα μου

Ο\7


χαλάζι στο χόρτο
που μια μέρα
θα ξαπλώσουμε
να κοιτάμε
τον Απόλλωνα
και την Άρτεμη
να μιξάρουν
το κοινό αίμα
ενώ εμείς
θα σιωπούμε
για τις τρεις χάριτες
του δικού μας

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011


η νέα ποιητική συλλογή της Χαριτίνης Ξύδη
θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβρη
από την «Άνεμος εκδοτική» σε όλα τα βιβλιοπωλεία.



Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Ο\6


Το πρωί,
την πούλησε για δυο δραχμές, παλιές τότε που ‘χαν αξία. Αλλά τι αξία να ‘χουν όλες οι δραχμές του κόσμου μπροστά της; Συμβολική η αγοραπωλησία -πασατέμπος να απασχολείται το στόμα του δημοπράτη και να μη σκέφτεται τον οίκο που κλείνει, αφήνοντας ανοιχτό ένα κενό στην ιστορία του ανθρώπινου έρωτα και σκόνη που είχαν αναπνεύσει, ξανά και ξανά, λες και μόνο η σκόνη πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα υπήρχε στον κόσμο.

Το μεσημέρι,
έκλεισε με τα χέρια τον υποβρύχιο λάκκο αφού, έτσι κι αλλιώς, εκείνη μόνο τη λάσπη και τη θολούρα που προκαλούσε η ανασκαφή στο βυθό έβλεπε.  Κι ήταν αυτή η αναταραχή που προσέλκυε τις μουρμούρες,τις σουπιές, τις πεσκανδρίτσες και τ’ άλλα πλάσματα του σώρυγρου. Ειρωνεία ; Μπορεί.

Το απόγευμα,
έμπηγε μέσα της αυτά τα χέρια -με βρώμικα νύχια- και της ψιθύριζε σε μισώ σε μισώ σε μισώ, ως ν’ ακουστεί το άσμα των οργιών γης, που έσπερναν ανύποπτοι αγρότες, χιλιόμετρα μακριά.

(συνεχίζεται…)
(ευτυχώς)

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Ο\5


ρίχνω \ ξαναρίχνω \
ασσόδυο \ πάντα \
όπισθεν -
                   με επιφύλαξη
                   παραλαμβάνονται
                   κλειστά δέματα
                   με τρίγωνα ρολόγια
                   απ’ τον αποθηκάριο
                   στο τελωνείο
                   της Σωμαλίας
-
ο λιθοξόος ξέρει
να κατασκευάζει
προφητείες
λειαίνοντας τις
ακμές των κύβων

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Ο\4


τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι ήξερα δεν επιβεβαιώθηκε κι όμως έλπιζα να έχω πέσει έξω κι ήταν αυτή η επιβεβαίωση που μ’ έκανε να σβήσω το τσιγάρο στην παλάμη έτσι ώστε ο οξύς πόνος το τσούξιμο μετά να τραβήξει λίγο μυελό προς την αντίθετη κατεύθυνση της τρέλας μέγγενη που σφίγγει το κεφάλι μου κι αν άδειο δεν το λες δεν το λες ούτε γεμάτο κι έτσι εύθραυστο παρακμιακό κι αντιλαλόν να μην καταφύγει πάλι σε όσα δίνουν άλλοθι στις μαχαιριές που έσκισαν ρούχα σάρκα βολβούς ματιών γλώσσα που ήταν άρρωστη η μικρή μου κι εγώ έβριζα κι εμένα κι εκείνη και τους φίλους του φίλου και του φύλου της γιατί είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πρώτα πως την επόμενη φορά που θα θελήσω να τη σκοτώσω θα έχω τα χέρια στις τσέπες και τα μάτια κλειστά να προσκαλώ όσα ονειρεύτηκα να έρθουν ξανά για λίγο να με γλυκάνουν έστω κι ως ανάμνηση ενός μορσικού πριν

αλλά μία των ημερών δε θα περιμένω τη νύχτα θα σκοτεινιάσω μόνος μου τον κόσμο θα ενώσω τελείες και παύλες σε μια γραμμή αδιασάλευτη που ζήτημα να κρατάει κάνα δυο μήνες στην τελική μορφή της θα την κάνω θηλιά και θα μείνω επί τα αυτά  με τη ματιά σ’ έναν ορίζοντα από μια λοφογραμμή μια ίσαλο μερικούς αχινούς κάνα δυο μαλάκες ένα δαχτυλίδι κι το πρεζόνι με τον πριαπισμό και το λάγνο πονεμένο ύφος  να φέρνω δερβίσικες στροφές μέχρι να ζαλιστώ κι είτε να πέσω εγώ ή το τοπίο να εξαϋλωθεί στον επιταχυντή μικροσυγκινήσεων χιλίων αρνήσεων και μιας μαύρης τρύπας προς το γκρι

πατώ το rec στο κασετόφωνο κι απαγγέλλω βιεμ

Ο\3


αφού τίποτα δεν ένιωσε

απ’ όσα έγραψα\ επιδίδομαι
σε ασκήσεις γευσιγνωσίας :

οι μαύρες βίδες ακόμη
κολυμπούν σε εξάδες
στη λίμνη του τρίτου άστρου

μέρες σε δυνατή φωτιά
στεγνώσαν τα νερά
του όνυχα \ κι η κρούστα
αντηχεί ως τις παρυφές
της κοίλης \ που κάποτε
ξέρναγε τριφύλλια

δυο λάχανα\ το ένα κόκκινο
εγκλήματα της πανδαισίας

το δέρμα των φραγκόσυκων
πλημμυρίζει το στόμα αίμα
μουλιάζοντας τη στυφή σάρκα 
που κρύβεται από κάτω

Ο\2


οι ζουρνάδες  παίζουν
βαλκανικά βαλς
στη Θεσσαλία
και στη Ρούμελη.
με καθαρό πουκάμισο
και τσάκιση στο παντελόνι
γυρίζω τα χωριά και τις πολίχνες
προσήλυτος στη σιωπή
-
με ξύλο στο ένα χέρι
για φίδια κι αλεπούδες
τ’ άλλο στην τσέπη
θα περπατήσω
όσο αντέξουν τα πόδια
κι όσο με συντηρήσει
η καλοσύνη
-
Μετά δεν υπάρχει.